- Μελίσσης
- Μέλισσαmadhu-lih-fem gen sg (attic epic ionic)Μελίσσευςmasc nom plΜελίσσευςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίσσης — μέλισσα madhu lih fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίττης — Μελίσσης , Μέλισσα madhu lih fem gen sg (attic epic ionic) Μελίσσης , Μελίσσευς masc nom pl Μελίσσης , Μελίσσευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Christos Melissis — (griechisch Χρήστος Μελίσσης, * 1. Dezember 1982 in Edessa, Griechenland) ist ein griechischer Fußballspieler. Christos Melissis begann seine Profikarriere im Sommer 2000 beim damaligen Drittligisten Naousa in Nordgriechenland. 2001… … Deutsch Wikipedia
Karditsa — Gemeinde Karditsa Δήμος Καρδίτσας (Καρδίτσα) … Deutsch Wikipedia
Melissis — Christos Melissis (griechisch:: Χρήστος Μελίσσης; * 1. Dezember 1982 in Edessa, Griechenland) ist ein griechischer Fußballspieler. Christos Melissis begann seine Profikarriere im Sommer 2000 beim damaligen Drittligisten Naousa in Nordgriechenland … Deutsch Wikipedia
бъчела — БЪЧЕЛ|А (42), Ы с. 1.Пчела: иди къ бъчелѣ. и оувѣжь ˫ако т˫ажатель ѥсть. СбТр XII/XIII, 90; бчела ѡбълѣтаѥть и оудоли˫а и полѩ ѡбиходить. (ἡ... μέλισσα) ПНЧ 1296, 102; на изѣдѣниѥ бчеламъ. Пр 1383, 24в; в паоучинѣ. комаръ и муха оувѩзнеть. а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
бъчелинъ — (1*) пр. к бъчела в 1 знач.: подобаше же ѥму нiчто(ж) ||=оставити добры(х). ни любьзнаго труда бчелина остати. сбирающи ѡ(т) всего цвѣта потребна˫а. (τῆς μελίσσης) ГБ XIV, 146 147 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε … Dictionary of Greek
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
εΰσμηνος — ἐΰσμηνος, ον (Α) αυτός που σχηματίζει ωραίο σμήνος («ἐϋσμήνοιο μελίσσης», Νόνν.) … Dictionary of Greek